- ετερόχρονος
- ος , ον неритмичный;
ετερόχρονος σφυγμός мед. — аритмия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερόχρονος σφυγμός мед. — аритмия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερόχρονος — η, ο (Α ἑτερόχρονος, ον) 1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής νεοελλ. 1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται… … Dictionary of Greek
ἑτερόχρονον — ἑτερόχρονος of different times masc/fem acc sg ἑτερόχρονος of different times neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροχρονίζω — [ετερόχρονος] κατασκευάζω, δημιουργώ ή παρέχω κάτι σε χρόνο διαφορετικό από τον συνήθη, τον κανονικό ή φυσιολογικό … Dictionary of Greek
ἑτεροχρόνῳ — ἑτερόχρονος of different times masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροχρονία — η ιατρ. η ανάπτυξη ιστού και οργάνων σε χρονική περίοδο (ηλικία) κατά την οποία συνήθως και φυσιολογικώς δεν απαντούν αυτά στον οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochrony < heterochronous (πρβλ. ετερόχρονος)] … Dictionary of Greek
ετεροχρονικός — ή, ό [ετερόχρονος] αυτός που κατασκευάζεται, δημιουργείται ή παρέχεται σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο, τον κανονικό ή φυσιολογικό. επίρρ... ετεροχρονικώς και ά (Μ ἑτεροχρονικῶς) σε διαφορετικό από τον κανονικό χρόνο, σε άλλον καιρό … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek